- παρεκμανθάνω
- παρεκ-μανθάνω,A learn incidentally or gradually,
τὴν μουσικήν Phld.Mus.p.105
K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὴν μουσικήν Phld.Mus.p.105
K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεκμανθάνω — Α [εκμανθάνω] μαθαίνω παρεμπιπτόντως ή βαθμηδόν, σταδιακά («παρεκμανθάνειν τὴν μουσικήν», Φιλοδ.) … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek